φερεσταφυλος

φερεσταφυλος
    φερεστάφυλος
    φερε-στάφῠλος
    2
    (ᾰ) несущий или приносящий виноград
    

(Διόνυσος Anth.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "φερεσταφυλος" в других словарях:

  • φερεστάφυλος — ον, Α (για τον Διόνυσο) αυτός που έχει ή παράγει σταφύλια. [ΕΤΥΜΟΛ. < φέρω (για τη μορφή τού α συνθετικού βλ. λ. φέρω) + στάφυλος (< σταφυλή), πρβλ. φιλο στάφυλος] …   Dictionary of Greek

  • φερεσταφύλοιο — φερεστάφυλος bearing bunches of grapes masc/fem/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φερεσταφύλοις — φερεστάφυλος bearing bunches of grapes masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φερεσταφύλοισιν — φερεστάφυλος bearing bunches of grapes masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φερεσταφύλῳ — φερεστάφυλος bearing bunches of grapes masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φέρω — ΝΜΑ, και φέρνω Ν, και δωρ. τ. φάρω Α 1. κρατώ ή σηκώνω κάτι πάνω μου, βαστάζω (α. «φέρει έναν βαρύ σάκο στους ώμους του» β. «φέρων άξονας» γ. «χερσὶν εὐθὺς διψίαν φέρει κόνιν», Σοφ. δ. «μέγα ἔργον, ὅ οὐ δύο γ ἄνδρε φέροιεν», Ομ. Ιλ.) 2. έχω (α.… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»